γωνιόφυλλος
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
ον, A with pointed leaves, Thphr.HP1.10.5.
German (Pape)
[Seite 512] mit winkligen Blättern, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
γωνιόφυλλος: -ον, ὁ ἔχων γωνιώδη φύλλα, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 1. 10, 5.
Spanish (DGE)
-ον
que tiene hojas lanceoladas o afiladas ὁ φοῖνιξ καί ὁ κόϊξ Thphr.HP 1.10.5.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α γωνιόφυλλος, -ον)
(για φυτά) αυτός που έχει μυτερά φύλλα.