γυμνοπόδιον
From LSJ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
τό, A kind of sandal or slipper, Poll.7.94.
German (Pape)
[Seite 509] τό, eine Art Fußbekleidung der Frauen, Poll. 7, 94.
Greek (Liddell-Scott)
γυμνοπόδιον: τό, γυναικεῖον ὑπόδημα, Πολυδ. Ζ΄,94.
Spanish (DGE)
-ου, τό cierto tipo de sandalia Poll.7.94.
Greek Monolingual
γυμνοπόδιον, το (Α)
είδος γυναικείου υποδήματος.