δεσμόβροχος
From LSJ
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
Full diacritics: δεσμόβροχος | Medium diacritics: δεσμόβροχος | Low diacritics: δεσμόβροχος | Capitals: ΔΕΣΜΟΒΡΟΧΟΣ |
Transliteration A: desmóbrochos | Transliteration B: desmobrochos | Transliteration C: desmovrochos | Beta Code: desmo/broxos |
ὁ, A noose, Man.5.133.
[Seite 550] Band u. Schlinge, Maneth. 5, 133.
δεσμόβροχος: ὁ, βρόχος χρησιμεύων ὡς δεσμός, Μανέθ. 5. 133.
δεσμόβροχος, ο (Α)
ο βρόχος με τον οποίο δένεται κάτι.