δευτερόω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
A do the second time: repeat, λόγον LXXSi.7.14,al. 2 change, ὁδόν ib.Je.2.36. II δ. τινί to give one a second blow, ib. 1 Ki.26.8: c.acc., τινά slay, ib.3 Ki.21(20).20. III intr., occur twice, ib.Ge.41.32.
German (Pape)
[Seite 554] etwas zum zweitenmale thun, wiederholen, LXX.; auch δ. ἀγρόν, den Acker zum zweitenmale pflügen.
Greek (Liddell-Scott)
δευτερόω: κάμνω τι ἐκ δευτέρου, ἐπαναλαμβάνω, Ἑβδ. (Γεν. μα΄, 32, κ. ἀλλ.). ΙΙ. δ. τινι, δίδω εἴς τινα δεύτερον κτύπημα, αὐτόθι (1 Βασ. κϚ΄, 8).
Spanish (DGE)
I 1tr., c. suj. de pers. hacer por segunda vez, repetir τὸ δευτερῶσαι τὰς ὁδούς σου LXX Ie.2.36, μὴ δευτερώσῃς λόγον ἐν προσευχῇ σου no repitas palabras en tu plegaria LXX Si.7.14, cf. 19.7, πατάξω αὐτὸν τῷ δόρατι ... ἅπαξ καὶ οὐ δευτερώσω αὐτῷ LXX 1Re.26.8, cf. 3Re.21.20, τὴν ... ἁρπαγήν Manes 71.7
•abs. ἐδευτέρωσαν ἐν προσκυνήσει se prosternaron por segunda vez LXX Si.50.21, εἶπεν «δευτερώσατε» ref. a una libación, LXX 3Re.18.34.
2 poner en segundo lugar, subordinar en v. pas. ἀνάβλεψον εἰς ἀέρα τὸν σήμερον παρὰ Ἀδὰμ δευτερούμενον mira hacia arriba el aire hoy subordinado por la Ascensión, Procl.CP Hom.M.65.837A.
3 discutir en segundo lugar Mac.Magn.Apocr.2.20.
4 enseñar la tradición οἱ σοφοὶ δευτεροῦσιν Hieron.Ep.121.10, cf. δευτέρωσις 4.
II intr. repetirse, suceder por segunda vez τὸ δευτερῶσαι τὸ ἐνύπνιον Φαραω δίς LXX Ge.41.32.