διαειδής
From LSJ
English (LSJ)
ές, A transparent, ὕδωρ Theoc.16.62.
Greek (Liddell-Scott)
διαειδής: -ές, διαφανής, διαυγής, ὕδωρ Θεόκρ. 16, 62.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
à travers quoi l’on peut voir, limpide (eau).
Étymologie: διαείδω¹.
Spanish (DGE)
-ές transparente ὕδωρ Theoc.16.62.
Russian (Dvoretsky)
διαειδής: прозрачный (πλίνθος Theocr. - v. l. ἰοειδής).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαειδής -ές [διά, εἴδομαι] transparant, helder.