διεκπορεύομαι

From LSJ
Revision as of 18:55, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεκπορεύομαι Medium diacritics: διεκπορεύομαι Low diacritics: διεκπορεύομαι Capitals: ΔΙΕΚΠΟΡΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: diekporeúomai Transliteration B: diekporeuomai Transliteration C: diekporeyomai Beta Code: diekporeu/omai

English (LSJ)

   A go out through, D.H.9.26; pass through, traverse, διὰ τῆς τῶν ὅλων οὐσίας M.Ant.7.19.

German (Pape)

[Seite 618] heraus- u. durchgehen, Dion. Hal. 9, 26; διά τινος, M. Ant. 7, 19.

Greek (Liddell-Scott)

διεκπορεύομαι: ἀποθ., ἐξέρχομαι ἐντελῶς διὰ μέσου, Διον. Ἁλ. 9. 26.

Spanish (DGE)

pasar a través de c. διά y gen. διὰ τῆς τῶν ὅλων οὐσίας ὡς διὰ χειμάρρου διεκπορεύεται πάντα τὰ σώματα M.Ant.7.19
salir, escapar κυκλωθέντες ... οὔτε πρόσω διεκπορευέσθαι δυνάμενοι D.H.9.26.

Greek Monolingual

διεκπορεύομαι (Α) εκπορεύομαι
1. (αποθ.) εξέρχομαι εντελώς μέσα από κάτι
2. διέρχομαι.