διαψιθυρίζω
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
A whisper, πρὸς τὸ οὖς προσπίπτων δ. Thphr.Char.2.10. II whisper among themselves, LXXSi.12.18, Plb.15.26.8, Luc. Gall.25.
German (Pape)
[Seite 614] durchzischeln, flüstern, Pol. 15, 26, 8; πρὸς ἀλλήλους, Luc. Somn. 25.
Greek (Liddell-Scott)
διαψῐθῠρίζω: ψιθυρίζω ἀμοιβαίως (-ομεν πρὸς ἀλλήλους), Πολύβ. 15. 26, 8, Λουκ. Ἀλεκ. 25.
French (Bailly abrégé)
murmurer, chuchoter.
Étymologie: διά, ψιθυρίζω.
Spanish (DGE)
murmurar πρὸς τὸ οὖς Thphr.Char.2.10, πολλά LXX Si.12.18, unos c. otros, Plb.15.26.8, πρὸς ἀλλήλους Luc.Gall.25, Procop.Aed.1.3.8, en v. pas. διαψιθυριζόμενα murmuraciones Procop.Goth.4.32.30.
Greek Monolingual
διαψιθυρίζω (Α)
1. μιλώ ψιθυριστά
2. ψιθυρίζω αμοιβαία.
Greek Monotonic
διαψῐθῠρίζω: μέλ. -σω, ψιθυρίζω κάτι σε κάποιον κι έτσι διαδίδω, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
διαψῐθῠρίζω: перешептываться, шептаться (Polyb.; πρὸς ἀλλήλους Plut.).
Middle Liddell
fut. σω,
to whisper among themselves, Luc.