διεσμιλευμένως
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
English (LSJ)
Adv. A in polished style, Poll.6.150, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
διεσμιλευμένως: ἐπίρρ., ἴδε ἐν λ. διασμιλεύω.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. pas. de διασμιλεύω con cierta elaboración, cuidadosamente del discurso, Poll.6.150, Cyr.Al.M.69.84C, Hsch.