δορυξόος
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ον, contr. δορυ-ξοῦς, ουν, (ξέω) A spear-polishing: maker of spears, Plu.Pel.12:—also δορυ-ξός, ὁ, Ar.Pax 447,1213; δορυ-ξύς, PTeb.278.4 (i A. D.).
German (Pape)
[Seite 660] zsgzgn δορυξοῦς, speerglättend; ὁ, der Lanzenschäfter; Plut. Pelop. 12; Poll. 7, 156.
Greek (Liddell-Scott)
δορυξόος: -ον, συνῃρ. -ξοῦς, οῦν, (ξέω) ὁ ξέων, λεαίνων δόρατα, δορατοποιός, Πλούτ. Πελοπ. 12· ― δορυξός, ὁ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 447, 1213.
French (Bailly abrégé)
-οῦς, όος-οῦς, όον-οῦν;
qui façonne des bois de lances.
Étymologie: δόρυ, ξέω.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): -ξοῦς Poll.7.156
el que hace lanzas, lancero τὰ τῶν περιοικούντων ἐργαστήρια δορυξόων Plu.Pel.12, cf. Poll.l.c., D.Chr.77/78.12, Aristid.Or.3.294.
Greek Monolingual
δορυξόος και δορυξοῡς και δορυξός, ο (Α)
κατασκευαστής δοράτων.
Greek Monotonic
δορυξόος: συνηρ. -ξοῦς, ὁ (ξέω), τεχνίτης, κατασκευαστής δοράτων, σε Πλούτ.· επίσης, δορυξός, ὁ, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
δορυξόος: стяж. δορυξοῦς ὁ копейный мастер Plut.