δυσανάληπτος
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
English (LSJ)
ον, A hard to recover, μνήμη Alcid.Soph.19. II hard to recover from, ἀρρωστία Jul.Or.6.181a. Adv. -λήπτως, ἔχειν to be in a bad way for recovery, Ruf. ap. Orib.8.47.4. 2 of an athlete, unable to return to ordinary habits, Ath.Med. ap. Orib.inc.1.6.
German (Pape)
[Seite 675] schwer wieder herzustellen; μάθησις, schwer aufzufassen, Alcidam. de sophist. 676, 84 u. Sp.; ἀῤῥωστία, wovon man sich schwer erholt, Iulian.
Greek (Liddell-Scott)
δυσανάληπτος: -ον, ὃν δυσκόλως ἀναλαμβάνει ἢ ἀνακτᾶταί τις, μάθησις Ἀλκιδάμ. 2. 19. ΙΙ. ἐξ οὗ δυσκόλως ἀναλαμβάνει τις ἀρρωστία Ἰουλιαν. 181Β.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de recuperar μνήμη Alcid.1.19, del atleta que vuelve a la vida ordinaria, Ath.Med. en Orib.Inc.17.6
•medic. que se recupera o convalece con dificultad, enfermizo de lactantes, Hp.Dent.29, cf. Damocr. en Gal.13.1048, Asclep.Iun. en Gal.13.213, γέρων Hsch.s.u. τερύνης.
2 de lo que es difícil recuperarse o restablecerse ἀρρωστία Iul.Or.9.181b.
II adv. -ως en situación de difícil restablecimiento ἔχειν δ. restablecerse a duras penas Ruf. en Orib.8.47.11.
Greek Monolingual
δυσανάληπτος, -ον (Α)
1. εκείνος τον οποίο δύσκολα ξαναβρίσκει κανείς («δυσανάληπτος μνήμη»)
2. φρ. «δυσανάληπτος ἀρρωστία» — ασθένεια από την οποία δύσκολα αναλαμβάνει, συνέρχεται κανείς.