δυσμορία
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
ἡ, A a hard fate, AP9.351 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 684] ἡ, Unglück, Leon. Al. 29 (IX, 551).
Greek (Liddell-Scott)
δυσμορία: ἡ, κακὴ μοῖρα, Ἀνθ. Π. 9. 351.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
infortune.
Étymologie: δύσμορος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
destino cruel, infortunio Ἀστυανακτείης ἤρχετο δυσμορίης AP 9.351 (Leon.).
Greek Monotonic
δυσμορία: ἡ, σκληρή, αδυσώπητη, άτεγκτη μοίρα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δυσμορία: ἡ несчастье; гибель Anth.