δύϊος
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
English (LSJ)
[ῠ], α, ον, A = δυερός, A.Supp.829 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 671] = δυερός; βοή Aesch. Suppl. 809.
Greek (Liddell-Scott)
δύϊος: -α, -ον, = δυερός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 842.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
malheureux.
Étymologie: δύη.
Spanish (DGE)
-α, -ον penoso, βοά A.Supp.829.
Greek Monolingual
δύϊος, -α, -ον και δυερός, -ά, -όν (Α)
ο δυστυχισμένος.
Russian (Dvoretsky)
δύϊος: горестный (βοά Aesch.).