δύσλεκτος

From LSJ
Revision as of 19:59, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαιserve up a big bowl of citizen blood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσλεκτος Medium diacritics: δύσλεκτος Low diacritics: δύσλεκτος Capitals: ΔΥΣΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: dýslektos Transliteration B: dyslektos Transliteration C: dyslektos Beta Code: du/slektos

English (LSJ)

ον,    A hard to tell, A.Pers.702 (anap.).

German (Pape)

[Seite 683] schwer, nicht auszusprechen, infandus, Aesch. Pers. 688.

Greek (Liddell-Scott)

δύσλεκτος: -ον, δυσκόλως λεγόμενος, δυσέκφραστος, Λατ. infandus, Αἰσχύλ. Πέρσ. 702.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à dire, indicible.
Étymologie: δυσ-, λέγω³.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de decir neutr. plu. subst. λέξας δύσλεκτα φίλοισιν A.Pers.702, cf. Sch.Lyc.9.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δύσλεκτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δύσκολα εκφράζεται, προφέρεται
αρχ.
εκείνος που δύσκολα λέγεται ή ανακοινώνεται.

Greek Monotonic

δύσλεκτος: -ον, δύσκολος ως προς το λόγο, ανείπωτος, ανεκδιήγητος, Λατ. infandus, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δύσλεκτος: невыразимый, несказанный, т. е. ужасный (δύσλεκτα λέγειν Aesch.).

Middle Liddell

δύσ-λεκτος, ον
hard to tell, Lat. infandus, Aesch.