ζύγαινα

From LSJ
Revision as of 21:09, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζύγαινα Medium diacritics: ζύγαινα Low diacritics: ζύγαινα Capitals: ΖΥΓΑΙΝΑ
Transliteration A: zýgaina Transliteration B: zygaina Transliteration C: zygaina Beta Code: zu/gaina

English (LSJ)

[ῠ], ης, ἡ,    A the hammer-headed shark, Epich.59, Arist.HA 506b10, Philotim. ap. Gal.6.727, Ael.NA9.49, Opp.H.1.367.

German (Pape)

[Seite 1140] ἡ, eine Haifischart, Hammerfisch, Arist. H. A. 2, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ζύγαινα: -ης, -ἡ, ἰχθύς, ἡ «σφυρίδα», Ἐπιχ. 30 Ahr., Ἀριστ. Ι. Ζ. 2. 15, 12.

Greek Monolingual

η (Α ζύγαινα)
ζωολ. παλαιότερη ονομασία του γένους σφύρνα, πλαγιόστομων σελάχιων ιχθύων της οικογένειας καρχαριίδες
νεοελλ.
γένος λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας ζυγαινίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + κατάλ. -αινα (συχνή με ονομασίες ιχθύων), πρβλ. δράκ-αινα, φά(λ)λ-αινα].

Russian (Dvoretsky)

ζύγαινα: ης (ῠ) ἡ зигена (предполож. рыба-молот - Zygaena malleus) Arst.