θυλακίτης

From LSJ
Revision as of 21:45, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡλακίτης Medium diacritics: θυλακίτης Low diacritics: θυλακίτης Capitals: ΘΥΛΑΚΙΤΗΣ
Transliteration A: thylakítēs Transliteration B: thylakitēs Transliteration C: thylakitis Beta Code: qulaki/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,= sq., only fem. θυλακῖτις μήκων the    A common poppy (cf. θυλακίς), Dsc.4.64; θ. νάρδος,= ὀρεινὴ ν., Id.1.9.

Greek (Liddell-Scott)

θῡλᾰκίτης: -ου, ὁ, = τῷ ἑπομ.· - θηλ., θυλακῑτης μήκων, ἡ κοινὴ παπαροῦνα (πρβλ. θυλακίς), Διοσκ. 4. 65· θ. νάρδος, ἡ ἀγρία, 1. 8.

Greek Monolingual

θυλακίτης, ὁ, θηλ. θυλακῑτις (Α) θύλακος
(μόνο στο θηλ.) φρ. α) «θυλακῑτις μήκων» — η κοινή παπαρούνα
β) «θυλακῑτις νάρδος» — η άγρια νάρδος.