Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κάπνειος

From LSJ
Revision as of 21:56, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάπνειος Medium diacritics: κάπνειος Low diacritics: κάπνειος Capitals: ΚΑΠΝΕΙΟΣ
Transliteration A: kápneios Transliteration B: kapneios Transliteration C: kapneios Beta Code: ka/pneios

English (LSJ)

(sc. ἄμπελος), ἡ, vine    A with smokecoloured grapes, Thphr.HP2.3.2, PCair.Zen.33.14 (iii B.C.):—written κάπνεος in Arist.GA770b20; καπνέως in Thphr.CP5.3.1 (cod. Urb., v.l. κάπνεος); καπνία in Suid., Sch.Ar.V.151; καπνός in cod. Hsch. s.v. καπνίας; κάπνιος in App.Prov.3.43.

Greek Monolingual

κάπνειος και κάπνεος και καπνέως και καπνία και κάπνιος, ἡ (Α)
(ενν. άμπελος) αυτή που παράγει σταφύλια που έχουν το χρώμα του καπνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα -ειος / -εος (πρβλ. κήδ-ειος / κήδ-εος, τέλ-ειος / τέλ-εος) που χρησιμοποιείται ως ουσ.].