κακκανῆν
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
English (LSJ)
Lacon. inf., perh. A stir up, incite, νέων ψυχάς dub. in Leonidas ap.Plu.Cleom.2, cf. 2.235f (κακάνειν codd.), 959b (κακύνειν codd.).
French (Bailly abrégé)
v. κατακαίνω.
Greek Monolingual
κακκανῆν (Α)
(δωρ. τ. απρμφ.) πιθ. εξάπτω, διεγείρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακκονῆν (με αφομοίωση του τ σε κ) < κατ-ακονῆν με αποκοπή, απρμφ. του ρ. κατ-ακονάω (< κατά + ἀκονάω < ἀκόνη.
Russian (Dvoretsky)
κακκανῆν: (= κατακανεῖν) дор. Plut. inf. к κατακαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακκανῆν, Lac. inf., in rep en roer brengen ( bet. onzeker).