καλόψυχος

From LSJ
Revision as of 22:25, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλόψῡχος Medium diacritics: καλόψυχος Low diacritics: καλόψυχος Capitals: ΚΑΛΟΨΥΧΟΣ
Transliteration A: kalópsychos Transliteration B: kalopsychos Transliteration C: kalopsychos Beta Code: kalo/yuxos

English (LSJ)

ον,    A = εὔψυχος, Hsch. s.v. εὔθυμος.

German (Pape)

[Seite 1314] Erkl. von εὔθυμος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλόψῡχος: -ον, = εὔψυχος, Ἡσύχ. ἐν λ. εὔθυμος.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM καλόψυχος, -ον) αυτός που έχει καλή ψυχή, αγαθός, καλόκαρδος, καλόγνωμος, ευσπλαχνικός
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση.
επίρρ...
καλόψυχα (Μ καλόψυχα)
νεοελλ.
με ευσπλαχνία, με καλοσύνη, με καλή ψυχή
μσν.
σε καλή ψυχική διάθεση («καλόψυχα τὸν ηὕρασιν... ἀπέσω», Χρον. Moρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. γενναιό-ψυχος, μεγαλό-ψυχος].