κατάλειπτος

From LSJ
Revision as of 22:40, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάλειπτος Medium diacritics: κατάλειπτος Low diacritics: κατάλειπτος Capitals: ΚΑΤΑΛΕΙΠΤΟΣ
Transliteration A: katáleiptos Transliteration B: kataleiptos Transliteration C: kataleiptos Beta Code: kata/leiptos

English (LSJ)

[ᾰλ], ον,    A anointed, σμύρνῃ Ar.Eq.1332; μύρῳ Id.Pax 862.

German (Pape)

[Seite 1359] besalbt, σμύρνῃ, μύρῳ, Ar. Equ. 1332 Pax 862.

Greek (Liddell-Scott)

κατάλειπτος: -ον, ἀληλιμμένος ἐντελῶς, πολὺ ἀλειμμένος, σμύρνῃ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1332· μύρῳ Εἰρ. 862.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
oint, enduit.
Étymologie: καταλείφω.

Greek Monolingual

κατάλειπτος, -ον (Α) καταλείφω
αλειμμένος με μεγάλη ποσότητα αλοιφής ή μύρου («κατάλειπτος σμύρνῃ»).

Greek Monotonic

κατάλειπτος: -ον, επιχρισμένος, αλειμμένος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κατάλειπτος: умащенный, натертый (σμύρνῃ Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-άλειπτος [καταλείφω] gezalfd, ingesmeerd.

Middle Liddell

κατ-άλειπτος, ον [from καταλείβω
anointed, Ar.

English (Woodhouse)

anointed with

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)