κατασκευαστέος
From LSJ
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
English (LSJ)
α, ον, A to be prepared or made, X.Ages.1.23, Gal.14.262. II neut., one must prepare, make, etc., Pl.Lg.964d, X.HG3.4.15, etc.; κ. ἔθος πρὸς τὸν ἔμετον Philum. ap. Aët.9.23. 2 one must construct a proof or argument, Aphth.Prog.6, TheonProg.3.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκευαστέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει τις νὰ κατασκευάσῃ ἢ κάμῃ, Γαλην. 14. 262. ΙΙ. οὐδέτερ., πρέπει τις νὰ κατασκευάσῃ, νὰ κάμῃ, κτλ., τοὺς φύλακας ἀκριβεστέρους λόγῳ καὶ ἔργῳ κ. Πλάτ. Νόμ. 964D, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 15, κτλ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de κατασκευάζω.
Middle Liddell
[from κατασκευάζω
one must prepare or make, Xen.