κατοίκτισις

From LSJ
Revision as of 08:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοίκτῐσις Medium diacritics: κατοίκτισις Low diacritics: κατοίκτισις Capitals: ΚΑΤΟΙΚΤΙΣΙΣ
Transliteration A: katoíktisis Transliteration B: katoiktisis Transliteration C: katoiktisis Beta Code: katoi/ktisis

English (LSJ)

εως, ἡ,    A compassion, ἡ πρὸς αὑτὴν κ. X.Cyr.6.1.47.

German (Pape)

[Seite 1403] ἡ, das Bemitleiden, Mitleidbezeugen, Xen. Cyr. 6, 1, 47.

Greek (Liddell-Scott)

κατοίκτῐσις: -εως, ἡ, συμπάθεια, οἰκτιρμός, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 47.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
pitié, compassion.
Étymologie: κατοικτίζω.

Greek Monolingual

κατοίκτισις, -ίσεως, ἡ (Α) κατοικτίζω
οίκτος, ευσπλαγχνία, συμπόνοια.

Greek Monotonic

κατοίκτῐσις: -εως, ἡ, συμπόνοια, συμπάθεια, οικτιρμός, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κατοίκτῐσις: εως ἡ сострадание, сожаление, жалость Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατοίκτισις -εως, ἡ [κατοικτίζω] medelijden.

Middle Liddell

κατ-οίκτῐσις, εως [from κατοικτίζω
compassion, Xen.