καυκαλίας

From LSJ
Revision as of 08:51, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυκᾰλίας Medium diacritics: καυκαλίας Low diacritics: καυκαλίας Capitals: ΚΑΥΚΑΛΙΑΣ
Transliteration A: kaukalías Transliteration B: kaukalias Transliteration C: kafkalias Beta Code: kaukali/as

English (LSJ)

ὁ, kind of    A bird, Hsch.; cf. καυκιάλης.

German (Pape)

[Seite 1407] ὁ, ein Vogel, Hesych. καυκιάλης.

Greek (Liddell-Scott)

καυκᾰλίας: ὁ, εἶδος πτηνοῦ, Ἡσύχ.· ὡσαύτως καυκιάλης ἢ καυκίαλος ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

καυκαλίας, ὁ (Α)
είδος πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα αρχ. ινδ. koka-, kokila- και το λιθουαν. kaukӯs, που αποτελούν όλα ονομασίες πουλιών και μπορούν πιθ. να αναχθούν σε ΙΕ ρίζα kau- «ουρλιάζω» ή kawā- «θορυβώδες, φωνακλάδικο πουλί»].