κειμηλιάρχης

From LSJ
Revision as of 08:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κειμηλιάρχης Medium diacritics: κειμηλιάρχης Low diacritics: κειμηλιάρχης Capitals: ΚΕΙΜΗΛΙΑΡΧΗΣ
Transliteration A: keimēliárchēs Transliteration B: keimēliarchēs Transliteration C: keimiliarchis Beta Code: keimhlia/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ,    A treasurer, Just.Nou.40 Praef.1.

German (Pape)

[Seite 1412] ὁ, Aufseher über Kostbarkeiten, erst Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κειμηλιάρχης: ἢ -χος, ου, ὁ, θησαυροφύλαξ, ὁ ταμίας ἢ ἀποθηκάριος, τῶν κειμηλίων, Βυζ., ἴδε Ducang.- κειμηλιάρχιον καὶ κειμηλιαρχεῖον, τὸ, θησαυροφυλάκιον, ταμεῖονἀποθήκη ἐν ᾗ τὰ κειμήλια φυλάσσονται, Πανδέκτ.

Greek Monolingual

και κειμηλίαρχος, ο (Α κειμηλιάρχης)
ο φύλακας κειμηλίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κειμήλιον + -άρχης / -αρχος (< ἄρχω), πρβλ. αυλ-άρχης / ναύ-αρχος].