κομματίας

From LSJ
Revision as of 09:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Money finds men friends → Invenit amicos hominibus pecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld

Menander, Monostichoi, 500
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κομμᾰτίας Medium diacritics: κομματίας Low diacritics: κομματίας Capitals: ΚΟΜΜΑΤΙΑΣ
Transliteration A: kommatías Transliteration B: kommatias Transliteration C: kommatias Beta Code: kommati/as

English (LSJ)

ου, ὁ, (   A κόμμα 11.3) one who speaks in short clauses, Philostr.VS2.29.

German (Pape)

[Seite 1478] ὁ, der viele Absätze, Einschnitte in der Rede macht, σοφιστής Philostr. soph. 2, 29.

Greek (Liddell-Scott)

κομμᾰτίας: -ου, ὁ, ὁ ἐν τῇ ὁμιλίᾳ μεταχειριζόμενος βραχείας προτάσεις, Φιλόστρ. 621.

Greek Monolingual

κομματίας, ὁ (Α)
αυτός που μεταχειρίζεται μικρές προτάσεις κατά την ομιλία του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμα, -ατος «μικρό μέρος περιόδου, κώλον» + επίθημα -ίας (πρβλ. δογματ-ίας, τραυματ-ίας)].