κονδυλοειδής
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
English (LSJ)
ές, A = κονδυλώδης, ἐξοχαί Ruf.Oss. 15.
Greek Monolingual
-ές (Α κονδυλοειδής, -ες)
αυτός που έχει μορφή κονδύλου, κονδυλώδης, εξογκωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνδυλος + -είδης].