Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κολλώδης

From LSJ
Revision as of 09:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολλώδης Medium diacritics: κολλώδης Low diacritics: κολλώδης Capitals: ΚΟΛΛΩΔΗΣ
Transliteration A: kollṓdēs Transliteration B: kollōdēs Transliteration C: kollodis Beta Code: kollw/dhs

English (LSJ)

ες,    A glutinous, viscous, Pl.Cra.427b, Arist.HA568b11, 623b30 (Sup.), Thphr.CP5.16.4, Heraclid.Tarent. ap. Ath.3.120c, Aret.SD1.11; of rheum in the eye, PMed.Strassb.p.6, Philum.Ven. 14.2.

German (Pape)

[Seite 1474] ες, leimartig, klebrig; τὸ λιπαρὸν καὶ τὸ κολλῶδες Plat. Crat. 427 b; βρώματα Ath. III, 120 c; Plut. u. a. Sp.; κολλωδέστατα δένδρα Arist. H. A. 9, 40 A.

Greek (Liddell-Scott)

κολλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κόλλαν, κολλητικός, γλοιώδης, Πλάτ. Κρατ. 427Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 14, 8., 9. 40, 6, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 16, 4.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
collant, gluant, visqueux.
Étymologie: κόλλα, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες (AM κολλώδης, -ῶδες) κόλλα
αυτός που μοιάζει με κόλλα, που έχει κολλητικές ιδιότητες, γλοιώδης («τῶν δένδρων τὰ δάκρυα, ἰτέας και πτελέας καὶ ἄλλων τῶν κολλωδεστάτων», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

κολλώδης:
1) клейкий, вязкий (λιπαρὸς καὶ κ. Plat., Plut.);
2) выделяющий камедь, смолистый (δένδρα Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολλώδης -ες [κόλλα] plakkerig.