κυλλαίνω

From LSJ
Revision as of 10:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living

Plato, Apology of Socrates 38a
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυλλαίνω Medium diacritics: κυλλαίνω Low diacritics: κυλλαίνω Capitals: ΚΥΛΛΑΙΝΩ
Transliteration A: kyllaínō Transliteration B: kyllainō Transliteration C: kyllaino Beta Code: kullai/nw

English (LSJ)

   A = κυλλόω, ὦτα κ. κάτω let them hang down, prob. in S.Fr.687.    II intr., halt, limp, metaph., κυλλαίνων ὁ νοῦς Ph.Fr. 58 H.

Greek (Liddell-Scott)

κυλλαίνω: κυλλόω, κ. ὦτα κάτω, κρεμῶ αὐτὰ κάτω, Σοφ. Ἀποσπ. 619· κυλλαινόμενοι, γινόμενοι κυλλοί, «κουλλοὶ» ἢ χωλοὶ (κοινῶς: κοιλ-), Ἱππ. 819D.

Greek Monolingual

κυλλαίνω (AM) κυλλός
καθιστώ κάποιον κουλό ή κουτσό, κουλαίνω, κουτσαίνω κάποιον
αρχ.
μτφ. χωλαίνω, ταλαντεύομαι, ταράζομαι («κυλλαίνων ό νους», Φίλ.).

Russian (Dvoretsky)

κυλλαίνω: искривлять, отгибать: κ. ὦτα - v. l. νῶτα - κάτω Soph. опускать вниз уши (о ласкающейся собаке).