κυπαρισσόροφος

From LSJ
Revision as of 10:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠπᾰρισσόροφος Medium diacritics: κυπαρισσόροφος Low diacritics: κυπαρισσόροφος Capitals: ΚΥΠΑΡΙΣΣΟΡΟΦΟΣ
Transliteration A: kyparissórophos Transliteration B: kyparissorophos Transliteration C: kyparissorofos Beta Code: kuparisso/rofos

English (LSJ)

ον,    A ceiled with cypress-wood, E.Hyps.Fr.32.10; θάλαμοι prob. (for -τρόφοι) in Mnesim.4.1 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1534] mit einer Decke von Cypressenholz, θάλαμος, nach Casaubon. Em. Hnesimach. bei Ath. IX, 402 f für κυπαρισσοτρόφος.

Greek (Liddell-Scott)

κῠπᾰρισσόροφος: -ον, ἔχων τὴν ὀροφὴν ἐκ ξύλου κυπαρίσσου, θάλαμοι Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 1, κατὰ τὸν Casaub. ἀντὶ τοῦ μηδεμίαν ἔχοντος σημασίαν κυπαριττοτρόφος.

Greek Monolingual

κυπαρισσόροφος, -ον (Α)
αυτός που η οροφή του είναι κατασκευασμένη από ξύλο κυπαρισσιού.