κωλυτός
From LSJ
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
English (LSJ)
ή, όν, A to be hindered, Arr.Epict.2.5.8, al.; ὑπό τινος ib.1.17.27.
Greek (Liddell-Scott)
κωλῡτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δύναταί τις νὰ ἐμποδίσῃ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 5, 8, κτλ.· ὑπό τινος 1. 17, 27.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu’on peut ou qu’il faut empêcher.
Étymologie: adj. verb. de κωλύω.
Greek Monolingual
κωλυτός, -ή, -όν (Α) κωλύω
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να εμποδίσει.