κωπώ

From LSJ
Revision as of 10:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωπώ Medium diacritics: κωπώ Low diacritics: κωπώ Capitals: ΚΩΠΩ
Transliteration A: kōpṓ Transliteration B: kōpō Transliteration C: kopo Beta Code: kwpw/

English (LSJ)

οῦς, ἡ,    A wreathed staff used in the δαφνηφόρια in Boeotia, Procl. ap. Phot.Bibl.p.321 B.

Greek (Liddell-Scott)

κωπώ: -οῦς, ἡ, ἡ ἐστεμμένη ῥάβδος κατὰ τὰ δαφνηφόρια ἐν Βοιωτίᾳ, Πρόκλ. ἐν Φωτίου Βιβλ. 321. 25.

Greek Monolingual

(I)
κωπώ, -οῡς, ἡ (Α)
στολισμένη ράβδος που χρησιμοποιούσαν κατά τα Δαφνηφόρια στη Βοιωτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + επίθημα -ώ, -ούς, χαρακτηριστικό γυναικείων ονομάτων (πρβλ. κοσμ-ώ). Η σύνδεση της λ. με το κήπος δεν φαίνεται πιθανή].
(II)
κωπῶ, -έω και -άω (Α) κώπη
1. εξοπλίζω σκάφος με κουπιά
2. εφοδιάζω με λαβές
3. βάζω το χέρι στο ξίφος, σύρω το ξίφος.

Frisk Etymological English

-οῦς
Grammatical information: f.
Meaning: wreathed staff used in the Daphnephoria (Boeot.; Procl.); also as PN.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Personification in (Schwyzer 478) of κώπη. Not with Schönberger Glotta 29, 87ff. and Pisani Ist. Lomb. 77, 558ff. to κῆπος.

Frisk Etymology German

κωπώ: -οῦς
{kōpṓ}
Grammar: f.
Meaning: bei den Daphnephorien getragene Stange (böot.; Prokl.), auch als EN.
Etymology : Personifikation auf -ώ (Schwyzer 478) von κώπη. Nicht mit Schönberger Glotta 29, 87ff. und Pisani Ist. Lomb. 77, 558ff. zu κῆπος.
Page 2,63