ληψολιγόμισθος

From LSJ
Revision as of 10:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληψολῐγόμισθος Medium diacritics: ληψολιγόμισθος Low diacritics: ληψολιγόμισθος Capitals: ΛΗΨΟΛΙΓΟΜΙΣΘΟΣ
Transliteration A: lēpsoligómisthos Transliteration B: lēpsoligomisthos Transliteration C: lipsoligomisthos Beta Code: lhyoligo/misqos

English (LSJ)

τέχνη, the art of    A taking low pay, cj. Hemsterh. in Ephipp.14.4 (ληψιγομ- codd.): Meineke ληψι-λογό-μισθος receiving pay for words.

German (Pape)

[Seite 41] s. ληψιλογόμισθος.

Greek (Liddell-Scott)

ληψολῐγόμισθος: ον· - τέχνη λ., ἡ τέχνη ἥτις παρέχει ὀλίγον μισθόν, ἐξ εἰκασίας παρὰ τῷ Ἐφίππ. ἐν «Ναυαγῷ» 1. 4 (Τὰ Χφα ληψιγομ-· ὁ Meineke ληψιλογόμισθος, λαμβάνων μισθὸν ἀπέναντι τῶν λέξεων ἢ λόγων).

Greek Monolingual

λιψολιγόμισθος, ή (Α)
(ενν. τέχνη) η τέχνη από την οποία προέρχεται λίγος μισθός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λῆψις + ὀλίγος + μισθός.