λινόστροφος

From LSJ
Revision as of 10:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνόστροφος Medium diacritics: λινόστροφος Low diacritics: λινόστροφος Capitals: ΛΙΝΟΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: linóstrophos Transliteration B: linostrophos Transliteration C: linostrofos Beta Code: lino/strofos

English (LSJ)

ον,    A twisted of flax, θῶμιγξ Opp.H.3.76.    II -στροφον, τό, = marrubium, Plin.HN20.241, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόστροφος: -ον, συνεστραμμένος ἐκ λίνου, θῶμιγξ Ὀππ. Ἁλ. 3. 76.

Greek Monolingual

λινόστροφος, -ον (Α)
1. πλεγμένος με λινάρι
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λινόστροφον
το φυτό πράσιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -στροφος (< στρέφω), πρβλ. αργό-στροφος, εύ-στροφος].