μήνιον
From LSJ
English (LSJ)
τό, A = γλυκυσίδη, Ps.-Dsc.3.140.
German (Pape)
[Seite 174] τό, Tempel der Mondgöttinn, Paus. 6, 26. – Bei Diosc. eine Pflanze.
Greek (Liddell-Scott)
μήνιον: τό, = παιονία Διοσκ. 3, 147 (157) ἐκ τῶν νόθων.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
pivoine, plante.
Étymologie: DELG -.
Greek Monolingual
μήνιον, τὸ (Α)
η γλυκυσίδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας», λόγω της χρησιμότητας του φυτού σε αστρολογικές παρατηρήσεις].