μανιοποιός

From LSJ
Revision as of 11:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰνιοποιός Medium diacritics: μανιοποιός Low diacritics: μανιοποιός Capitals: ΜΑΝΙΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: maniopoiós Transliteration B: maniopoios Transliteration C: maniopoios Beta Code: maniopoio/s

English (LSJ)

όν,    A maddening, Polyaen.8.43, Sch.Il.6.132.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰνιοποιός: -όν, ὁ προξενῶν μανίαν, Πολύαιν. 8. 43, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ζ. 132· - ἐντεῦθεν, μανιοποιέω ἐν Vol. Hercul. Ox. 1. σ. 67.

Greek Monolingual

μανιοποιός, -όν (Α)
αυτός που καθιστά κάποιον μανιώδη, αυτός που προκαλεί μανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μανία + -ποιός].