μακρόκεντρος

From LSJ
Revision as of 11:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρόκεντρος Medium diacritics: μακρόκεντρος Low diacritics: μακρόκεντρος Capitals: ΜΑΚΡΟΚΕΝΤΡΟΣ
Transliteration A: makrókentros Transliteration B: makrokentros Transliteration C: makrokentros Beta Code: makro/kentros

English (LSJ)

ον,    A with long sting, Arist.HA532a17.    2 of figs, with long pedicle, Jul.Ep.180.

Greek (Liddell-Scott)

μακρόκεντρος: ὁ ἔχων μακρὸν κέντρον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 7.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μακρόκεντρος, -ον) νεοελλ. (το αρχ. ως ουσ.) ο μακρόκεντρος
ζωολ. γένος εντόμων της οικογένειας braconidae
αρχ.
1. (για τον σκορπιό) αυτός που έχει μακρύ κεντρί («καὶ μόνον δή τῶν ἐντόμων τοῦτο μακρόκεντρόν ἐστι», Αριστ.)
2. (για καρπούς, φύλλα) αυτός που έχει μακρύ μίσχο, μακρύ κοτσάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -κεντρος (< κέντρον), πρβλ. ομό-κεντρος. Ο επιστημονικός όοος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. macrocentrus].

Russian (Dvoretsky)

μακρόκεντρος: имеющий длинное жало, с длинным жалом (τὰ ἔντομα Arst.).