μεγαλόφωνος

From LSJ
Revision as of 11:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόφωνος Medium diacritics: μεγαλόφωνος Low diacritics: μεγαλόφωνος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: megalóphōnos Transliteration B: megalophōnos Transliteration C: megalofonos Beta Code: megalo/fwnos

English (LSJ)

ον,    A loudvoiced, Hp.Epid.6.4.19 (Sup.), Arist.GA787a12, Pr.899a9: Comp. -ότερος Luc.Bis Acc.11: Sup. -ότατος D.S.11.34. Adv. -νως Poll. 2.113, Suid. s.v. τορόν.    2 loud-talker, bawler, D.19.238.    3 grandiloquent, Philostr.VS2.10.1; ποιητής Id.Ep.16; ὁ -ότατος, of Pindar, Ath.13.564d; of Homer, Luc.Musc.Enc.5.

German (Pape)

[Seite 108] mit großer, starker, lauter Stimme; D. Sic. 11, 34; Luc. Merc. cond. 23; im compar., bis accus. 11; Plut. Cat. min. 5; καὶ ἀναιδεῖς, Schreier, Dem. 19, 238; im guten Sinne, vom erhabenen Ausdruck, Platon, Plut. plac. phil. 1, 7. – Adv., Schol. Aesch. Ag. 26.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόφωνος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλην φωνήν, Ἱππ. 1180G, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 7 κἑξ.· ἐπίθ. -ότατος Διόδ. 11. 34· ἐπίρρ. -νως, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 26, κτλ. 2) ὁ μεγαλοφώνως ὁμιλῶν, «φωνακλᾶς», Δημ. 415. 15. 3) μεγαλορρήμων, Φιλόστρ. 518· μεγαλοφωνότατος, ἐπὶ τοῦ Πινδάρου, Ἀθήν. 564D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au langage élevé ou sublime.
Étymologie: μέγας, φωνή.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑM μεγαλόφωνος, -ον)
1. αυτός που έχει δυνατή φωνή, βροντόφωνος
2. αυτός που μιλάει δυνατά
αρχ.
(ιδίως για ποιητές) μεγαλήγορος, μεγαλοπρεπής («ὁ μεγαλοφωνότατος Πίνδαρος», Αθήν.).
επίρρ...
μεγαλοφώνως και -α (ΑM μεγαλοφώνως)
με μεγάλη, δυνατή φωνή, δυνατά («απήγγειλε μεγαλοφώνως», Παπαδιαμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ετερό-φωνος, φερέ-φωνος].

Greek Monotonic

μεγᾰλόφωνος: -ον (φωνή), αυτός που διαθέτει δυνατή φωνη, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλόφωνος:
1) громогласный, обладающий громким голосом Arst.;
2) крикливый, горланящий (μ. καὶ ἀναιδής Dem.);
3) велеречивый, высокопарный (Πλάτων Plut.).

Middle Liddell

μεγᾰλό-φωνος, ον φωνή
loud-voiced, Dem.