μεταλλεύς
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
έως, ὁ, A = μεταλλευτής, Lys.Fr.89 S., Pl.Lg.678d, IG2.3260b: in pl., Max.Tyr.6.2 (cj.), 17.2; title of plays by Pherecrates and Nicomachus. II a kind of ant, Hsch.
German (Pape)
[Seite 149] ὁ, wie μεταλλευτής, der Bergmann; Plat. Legg. III, 678 d; D. Sic. 20, 94 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
μεταλλεύς: ὁ, = μεταλλευτής, Πλάτ. Νόμ. 678D., Λυσ. παρ’ Ἁρπ.· ― παρ’ Ἡσυχ., εἶδος μύρμηκος.
Greek Monolingual
μεταλλεύς, -έως, ὁ (Α) μέταλλον
1. μεταλλευτής, μεταλλωρύχος
2. ως κύριο όν. Μεταλλεύς
τίτλος έργων του Φερεκράτους και του Νικομάχου
3. (κατά τον Ησύχ.) είδος μυρμηγκιού.
Russian (Dvoretsky)
μεταλλεύς: έως ὁ рудокоп, горнорабочий Plat., Diod.