Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ες, A = μοιχικός, Com.Adesp.19.5 D., Ptol.Tetr.184.
μοιχώδης, -ῶδες (Α) μοιχόςμοιχικός («μοιχώδεις γυναῑκες» — μοιχαλίδες, Πτολ.).