μονόχειρ

From LSJ
Revision as of 12:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόχειρ Medium diacritics: μονόχειρ Low diacritics: μονόχειρ Capitals: ΜΟΝΟΧΕΙΡ
Transliteration A: monócheir Transliteration B: monocheir Transliteration C: monocheir Beta Code: mono/xeir

English (LSJ)

χειρος, ὁ, ἡ,    A with but one hand, Nicom. Ar.1.15.

German (Pape)

[Seite 206] ειρος, einhändig, Nicom. Ar. 1, 15.

Greek (Liddell-Scott)

μονόχειρ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μίαν μόνην χεῖρα, Νικόμαχ. ἐν Ἀριθμ. Εἰσαγωγ. 1. 15.

Greek Monolingual

ο, η, αρσ. και μονόχειρας (ΑΜ μονόχειρ)
αυτός που έχει ένα μόνο χέρι, κουλοχέρης, κουλός, μονοχέρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + χειρ (πρβλ. αδικό-χειρ, μαλακό-χειρ)].