μυθολόγημα

From LSJ
Revision as of 12:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡθολόγημα Medium diacritics: μυθολόγημα Low diacritics: μυθολόγημα Capitals: ΜΥΘΟΛΟΓΗΜΑ
Transliteration A: mythológēma Transliteration B: mythologēma Transliteration C: mythologima Beta Code: muqolo/ghma

English (LSJ)

ατος, τό,    A mythical narrative or description, Pl.Phdr.229c, Lg.663e, Plu.Thes. 14, D.C.50.12.

German (Pape)

[Seite 214] τό, fabelhafte Erzählung; Plat. Phaedr. 229 c Legg. II, 663 e; Plut. Thes. 14; Luc. Philops. 37.

Greek (Liddell-Scott)

μῡθολόγημα: τό, μυθικὸν διήγημαπεριγραφή, Πλάτ. Φαῖδρ. 229C, Νόμ. 663Ε, Πλουτ. Θησ. 14.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
récit fabuleux.
Étymologie: μυθολογέω.

Greek Monolingual

το (Α μυθολόγημα) μυθολογώ
διήγηση τὸ υπό μορφή μύθου («τὸ μὲν τοῦ Σιδωνίου μυθολόγημα ῥᾴδιον ἐγένετο», Πλάτ.)
νεοελλ.
πλάσμα της φαντασίας, μύθευμα.

Greek Monotonic

μῡθολόγημα: -ατος, τό, μυθικό αφήγημα, σε Πλάτ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μῡθολόγημα: ατος τό сказка, басня Plat., Plut., Luc.

Middle Liddell

μῡθολόγημα, ατος, τό, [from μῡθολογέω]
a mythical narrative, Plat., Plut.

English (Woodhouse)

legend, story

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)