μυζητής

From LSJ
Revision as of 12:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυζητής Medium diacritics: μυζητής Low diacritics: μυζητής Capitals: ΜΥΖΗΤΗΣ
Transliteration A: myzētḗs Transliteration B: myzētēs Transliteration C: myzitis Beta Code: muzhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,    A caterpillar, Sm.Ps.77(78).46.

Greek Monolingual

ο (Α μυζητής) ζωολ.
έντομο ημίπτερο της οικογένειας αφιδίδες επιβλαβές για τα φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. μύζω (ΙΙ) «πιπιλίζω, ρουφώ» με επίδραση του μυζώ, πιθ. επειδή το έντομο ρουφά τον χυμό τών φρούτων].