μυρμηκώεις

From LSJ
Revision as of 12:57, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρμηκώεις Medium diacritics: μυρμηκώεις Low diacritics: μυρμηκώεις Capitals: ΜΥΡΜΗΚΩΕΙΣ
Transliteration A: myrmēkṓeis Transliteration B: myrmēkōeis Transliteration C: myrmikoeis Beta Code: murmhkw/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,    A full of warts, κάρηνα Marc.Sid.97.

German (Pape)

[Seite 220] εσσα, εν, voll Warzen, Marcell. Sid.

Greek (Liddell-Scott)

μυρμηκώεις: εσσα, εν, διαφ. γραφ. ἀντὶ μυρμηκώδης παρὰ Μαρκ. Σιδ., ἴδε μυρμηκώδης.

Greek Monolingual

μυρμηκώεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που είναι γεμάτος από μυρμηκιές, δηλ. σαρκώδεις εκφύσεις του δέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος «μυρμήγκι» + κατάλ. -όεις με έκταση του -ο- σε -ω- για μετρικούς λόγους (πρβλ. μελισσ-όεις)].