τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
Full diacritics: μῠληθρίς | Medium diacritics: μυληθρίς | Low diacritics: μυληθρίς | Capitals: ΜΥΛΗΘΡΙΣ |
Transliteration A: mylēthrís | Transliteration B: mylēthris | Transliteration C: mylithris | Beta Code: mulhqri/s |
ίδος, ἡ, A = μυλακρίς 11, Poll.7.19.
μυληθρίς, -ίδος, ἡ (Α)
είδος σκαθαριού που ζει σε μύλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + επίθημα -θρίς (πρβλ. μυλωθρίς)].