μυρσινίτης

From LSJ
Revision as of 13:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρσῐνίτης Medium diacritics: μυρσινίτης Low diacritics: μυρσινίτης Capitals: ΜΥΡΣΙΝΙΤΗΣ
Transliteration A: myrsinítēs Transliteration B: myrsinitēs Transliteration C: myrsinitis Beta Code: mursini/ths

English (LSJ)

[ῑτ] οἶνος, ὁ,    A wine flavoured with myrtle, Dsc.5.29.    II Subst. μ., ὁ, a precious stone, Plin.HN37.174.    2 myrtle spurge, Euphorbia myrsinites, Dsc.4.164.5.

German (Pape)

[Seite 222] ὁ, = μοῤῥινίτης, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μυρσῐνίτης: οἶνος, ὁ, παρεσκευασμένος διὰ μυρσίνης, Διοσκ. 5. 37. ΙΙ. μυρσ., ὁ, πολύτιμός τις λίθος, Πλίν. 37. 63.

French (Bailly abrégé)

c. μυρρινίτης.

Greek Monolingual

ο (Α, αττ. τ. μυρρινίτης)
1. (για οίνο) αυτός που είναι παρασκευασμένος με μυρσίνη
2. φυτό ποώδες, πολυετές, αλλ. ευφόρβιον ο μυρσινίτης
3. είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρσινος / μύρρινος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. μυρρ-ίτης)].