μωρολόγημα
From LSJ
Μὴ ‘μβαινε δυστυχοῦντι· κοινὴ γὰρ τύχη → Misero cave insultare: Fors hera omnium est → Verhöhne den im Unglück nicht, es trifft auch dich
English (LSJ)
ατος, τό, A sillytale, Epicur.Fr.228 (pl.).
German (Pape)
[Seite 226] τό, einfältige Rede, Erzählung, Plut. non posse 2.
Greek (Liddell-Scott)
μωρολόγημα: τό, μωρός, ἀνόητος λόγος, Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1087Α.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
langage insensé.
Étymologie: μωρολογέω.
Greek Monolingual
το (Α μωρολόγημα) μωρολογώ
μωρός, ανόητος λόγος, φλυαρία.
Russian (Dvoretsky)
μωρολόγημα: ατος τό глупые речи, глупости, вздор Epicur. ap. Plut.