μόργνυμι

From LSJ
Revision as of 13:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόργνῡμι Medium diacritics: μόργνυμι Low diacritics: μόργνυμι Capitals: ΜΟΡΓΝΥΜΙ
Transliteration A: mórgnymi Transliteration B: morgnymi Transliteration C: morgnymi Beta Code: mo/rgnumi

English (LSJ)

   A = ὀμόργνυμι, only aor. 1 Med. μόρξαντο, μορξάμενοι, Q.S. 4.270,374.

German (Pape)

[Seite 207] = ὀμόργνυμι, μόρξαντο, Qu. Sm. 4, 270. 314.

Greek (Liddell-Scott)

μόργνῡμι: ὀμόργνυμι, μόνον κατὰ μέσ. ἀόρ. μόρξαντο, μορξάμενοι Κόϊντ. Σμ. 4. 270, 374.

Greek Monolingual

μόργνυμι (Α)
ομόργνυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμόργνυμι, «σφουγγίζω» με σίγηση του αρκτικού άτονου ο·].