νέαξ
From LSJ
English (LSJ)
(Ion. νέηξ Call.Fr.78), ᾱκος, ὁ, A = νεανίας, Nicopho 10, cf. Poll. 2.11.
German (Pape)
[Seite 234] ακος, ὁ, poet. = νεανίας; comic. bei Poll. 2, 11; E. M. 534, 32; ion. νέηξ, ηκος, Callim. frg. 78.
Greek (Liddell-Scott)
νέαξ: -ᾱκος, ὁ, = νεανίας, Νικοφῶν ἐν «Πανδώρᾳ» 3, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 11. [ᾱ, ἴδε Ἐτυμολ. Μέγ. 534. 32· ἐντεῦθεν Ἰων. νέηξ, -ηκος, Καλλ. Ἀποσπ. 78].
Greek Monolingual
νέαξ, -ακος και ιων. τ. νέηξ, ὁ (Α)
νεανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέος + επίθημα -αξ (πρβλ. σκύλ-αξ)].