μυριόδους

From LSJ
Revision as of 13:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐόδους Medium diacritics: μυριόδους Low diacritics: μυριόδους Capitals: ΜΥΡΙΟΔΟΥΣ
Transliteration A: myriódous Transliteration B: myriodous Transliteration C: myriodous Beta Code: murio/dous

English (LSJ)

οντος, ὁ, ἡ,    A having immense teeth, ἐλέφας AP9.285 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 219] οντος, mit (unzähligen, auch) unendlich großen Zähnen, ἐλέφας, Philp. 29 (IX, 285).

Greek (Liddell-Scott)

μῡριόδους: -όδοντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἀναριθμήτους ὀδόντας, πρίων Ἐκκλ.· ὁ ἔχων πελωρίους ὀδόντας, ἐλέφας Ἀνθ. Π. 9. 285.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. οντος;
aux dents énormes.
Étymologie: μυρίοι, ὀδούς.

Greek Monolingual

μυριόδους, ὁ και ἡ (Α)
αυτός που έχει αναρίθμητα δόντια (α. «μυριόδους ἐλέφας», Ανθ. Παλ.
β. «τὸν μυριόδοντα πρίονα», Κλήμ. Κωνστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + ὀδούς (πρβλ. λευκ-όδους)].

Greek Monotonic

μῡριόδους: -όδοντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει αμέτρητα δόντια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μῡριόδους: 2, gen. όδοντος с огромными зубами (ἐλέφας Anth.).

Middle Liddell

μῡρι-όδους, -όδοντος, ὁ, ἡ,
with immense teeth, Anth.