ξανθοκόμης

From LSJ
Revision as of 13:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξανθοκόμης Medium diacritics: ξανθοκόμης Low diacritics: ξανθοκόμης Capitals: ΞΑΝΘΟΚΟΜΗΣ
Transliteration A: xanthokómēs Transliteration B: xanthokomēs Transliteration C: ksanthokomis Beta Code: canqoko/mhs

English (LSJ)

ου, ὁ,    A = ξανθόθριξ, Hes.Fr.135.5, Pi.N.9.17, Theoc.17.103 (v.l. ξανθό-κομος, as also in Opp. C.2.165,3.24).

German (Pape)

[Seite 275] ὁ, mit blondem Haare, Opp. Cyn. 3, 24; ξανθοκομᾶν Δαναῶν, Pind. N. 9, 17; Theocr. 17, 103.

Greek (Liddell-Scott)

ξανθοκόμης: -ου, ὁ, = ξανθόθριξ, Πινδ. Ν. 9. 40, Θεόκρ. 17. 103 (ἔνθα κοινῶς ξανθόκομοι), Ὀππ. Κυν. 3. 24. πρβλ. 2. 165.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
aux cheveux blonds.
Étymologie: ξανθός, κόμη.

Greek Monolingual

ξανθοκόμης, δωρ. τ. ξανθοκόμας, ὁ (Α)
αυτός που έχει ξανθά μαλλιά, ξανθομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + -κόμης / -κόμᾱς (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. λευκο-κόμης, χρυσο-κόμης.

Greek Monotonic

ξανθοκόμης: -ου, ὁ (κόμη), = ξανθόθριξ, σε Πίνδ., Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ξανθοκόμης: ου adj. m Pind., Theocr. = ξανθόθριξ.

Middle Liddell

ξανθο-κόμης, ου, ὁ, κόμη = ξανθόθριξ, Pind., Theocr.]