οἰκότως
From LSJ
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
English (LSJ)
Ion. for ἐοικότως, A reasonably, probably, Hdt.2.25, 7.50.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκότως: Ἰων. ἀντὶ ἐοικότως, ἐπίρρ. μετοχ. πρκμ. τοῦ οἰκὼς (ἀντὶ ἐοικώς), λογικῶς, πιθανῶς, Ἡρόδ. 2. 25., 7. 50.
French (Bailly abrégé)
adv.
ion. c. ἐοικότως.
Greek Monolingual
οἰκότως (Α)
(επίρρ. ιων. τ. αντί ἐοικότως) πιθανώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐοικότως (βλ. λ. έοικα)].
Greek Monotonic
οἰκότως: Ιων. επίρρ., από μτχ. παρακ. του οἰκώς (αντί ἐοικώς), εύλογα, πιθανόν, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
οἰκότως: adv. ион. = ἐοικότως.
Middle Liddell
[ionic adv. part. perf. of οἰκώς for ἐοικώς
reasonably, probably, Hdt.